- αγγέλιασμα
- Η τελευταία πνοή, το ξεψύχισμα, το ψυχορράγημα. Αγγελιάζομαι σημαίνει ψυχορραγώ (βλέπω τον άγγελό μου). Χρησιμοποιείται επίσης και το ενεργητικό ρήμα αγγελιάζω, με την έννοια του αδυνατίζω ή πάσχω από σωματική κατάπτωση. Αγγελιάζω σημαίνει και τρομάζω κάποιον. Π.χ. «μην αγγελιάζεις το παιδί».
* * *το [αγγελιάζω]1. μεγάλη εξάντληση2. ξεψύχισμα, ψυχορράγημα.
Dictionary of Greek. 2013.